- οπισθενέργεια
- η обратное действие, обратная сила (закона, решения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπισθενέργεια — η ενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek